καλογερικός

καλογερικός
[калогерикос] εκ. монашеский.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καλογερικός" в других словарях:

  • καλογερικός — και καλογηρικός ή, ό (Μ καλογερικός και καλογηρικός, ή, όν [καλόγερος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε καλόγερο («καλογερική ζωή») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλογερική ή καλογηρική η ιδιότητα ή η ζωή τού καλόγερου νεοελλ. παροιμ. φρ. «βαριά η… …   Dictionary of Greek

  • καλογερικός — ή, ό επίρρ. ά που αναφέρεται στον καλόγερο: Είναι βαριά η καλογερική (ζωή) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλογερήσιος — α, ο καλογερικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγερ ος + κατάλ. ήσιος, πρβλ. ημερ ήσιος, μοσχαρ ήσιος] …   Dictionary of Greek

  • καλογερίστικος — η, ο ο καλογερικός. επίρρ... καλογερίστικα με τον τρόπο τών καλογήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγερ ος + κατάλ. ίστικος, πρβλ. κουκλ ίστικος, παπαδ ίστικος] …   Dictionary of Greek

  • καλογηρικός — ή, ό (Μ καλογηρικός, ή, όν) βλ. καλογερικός …   Dictionary of Greek

  • μοναστικός — ή, ό (ΑΜ μοναστικός, ή, όν) [μοναστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοναστή ή αυτός που αρμόζει σε μοναχό, ο καλογερικός («η πυκνή μοναστική πόλη ξύπνησεν από τη νάρκη τού μεσημεριού», Παπαντ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναστικά ζωή… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνικόν Θέατρον — Δεκαπενθήμερο αθηναϊκό περιοδικό (1825 1933). Ιδρυτής του ήταν ο Π. Καλογερικός. Με τον ίδιο τίτλο εκδόθηκε το 1847 στη Σμύρνη ένα άλλο, βραχύβιο περιοδικό, από τον Γ. Ροδοκανάκη …   Dictionary of Greek

  • Πανελλήνια — I Γιορτή όλων των Ελλήνων, που καθιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό, με σκοπό να κατορθωθεί η αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος με την εμφύσηση στους Έλληνες ενός κοινού ιδεώδους. Η γιορτή των Π. γινόταν στην Αθήνα. Πανέλληνες εξάλλου… …   Dictionary of Greek

  • καλογερίστικος, -η — ο ο καλογερικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινοβιακός — ή, ό επίρρ. ά μοναστηριακός, καλογερικός: Έχουν κοινοβιακή ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»